ανεβοκατέβασμα — το η πράξη του ανεβοκατεβάζω ή του ανεβοκατεβαίνω … Dictionary of Greek
κυματανάπαλση — η η εκ περιτροπής ύψωση και υποβίβαση τού νερού, το ανεβοκατέβασμα τού νεροῡ λίμνης ή κλειστής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + ἀνά παλση (< ἀνα πάλλομαι)] … Dictionary of Greek
σκαμπανέβασμα — το, Ν [σκαμπανεβάζω] 1. ναυτ. ταλάντευση τού πλοίου κατά τον διαμήκη άξονά του, πρόνευση, προνευστασμός 2. μτφ. ανεβοκατέβασμα, αλληλοδιαδοχή εξάρσεων και καταπτώσεων, κλυδωνισμός, έλλειψη σταθερότητας («η επίδοσή του στα μαθήματα παρουσιάζει… … Dictionary of Greek
διακύμανση — η η κυματική κίνηση, η αυξομείωση, το ανεβοκατέβασμα: Σημειώνονται έντονες διακυμάνσεις στις τιμές των τροφίμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κύμανση — η 1. κυματισμός, παλμική δόνηση. 2. αμφιταλάντευση, δισταγμός. 3. ποσοτική αυξομείωση, ανεβοκατέβασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)